ακτινοσφίγκτης

From LSJ

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68

Greek Monolingual

ο
εργαλείο που χρησιμοποιείται για τη σύσφιγξη τών ακτίνων τών τροχών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακτίνα + -σφίγκτης < σφίγγω
η λ. πλάστηκε από τον Γρηγόρ. Χαντζερή και αποτελεί απόδοση στα Ελληνικά του γαλλ. όρου serre-rais].