ακτινωτός

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source

Greek Monolingual

και αχτινωτός και αχτιδωτός, -ή, -ό (Α ἀκτινωτός, -ή, -όν) ἀκτίς
αυτός που έχει ακτίνες, ο ακτινοειδής.