ακτόδρομος

Greek Monolingual

ο (Στρατ.)
διάδρομος σε αμμώδη ακτή στρωμένος με πλέγμα συρματόσχοινων ή εύκαμπτες ελαστικές λωρίδες για τη διακίνηση τροχοφόρων οχημάτων. Οι ακτόδρομοι χρησιμοποιούνται κυρίως σε περιπτώσεις αποβατικών επιχειρήσεων και κατασκευάζονται από το Μηχανικό του Στρατού.