αλαργοτάξιδος

From LSJ

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που ταξιδεύει ή ταξίδεψε σε μακρινούς τόπους («θα πάω μ’ αλαργοτάξιδο καράβι εγώ στα ξένα»).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλάργος + ταξίδι].