αλατερός

From LSJ

ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → spare the rod and spoil the child | οne who hasn't been flayed is not being taught | if the man was not beaten, he is not educated | the man, who was not paddled, is not educated

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό αλάτι
1. (για τροφή) αυτός που περιέχει πολύ αλάτι, ο πολύ αλατισμένος
2. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) η αλατερή ή το αλατερό.