αλατόπαστος

From LSJ

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
ο παστωμένος με αλάτι, αλίπαστος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλας -ατος + παστός.