αλατόπαστος

From LSJ

Τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ → Foenus frequenter liberos servos facit → Geliehnes Geld bringt Freie in die Sklaverei

Menander, Monostichoi, 514

Greek Monolingual

-η, -ο
ο παστωμένος με αλάτι, αλίπαστος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλας -ατος + παστός.