αλίπαστος

From LSJ

ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together

Source

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο λιπάζω
αυτός που δεν λιπάνθηκε με χημικό λίπασμα, ο αλίπαντος.
(II)
-η, -ο (Α ἁλίπαστος, -ον)
παστός, αλατισμένος, διατηρημένος σε άλμη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁλι- (< ἅλς) + ρηματ. επίθ. παστός < πάσσω «πασπαλίζω, περιχύνω, ραντίζω»].