αλαφρόπετρα
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
Greek Monolingual
η
1. ελαφρός και σπογγώδης ηφαιστειογενής λίθος, η κίσηρις
2. (για πρόσωπα) ελαφρός, επιπόλαιος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλαφρο- + πέτρα.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλαφροπετρίτης].