αλεπομουσούδα

Greek Monolingual

η
1. (για ζώα) ρύγχος, μουσούδα σαν της αλεπούς
2. (για πρόσωπα) μορφή, φυσιογνωμία σαν της αλεπούς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλεπού + μουσούδα].