αλετρόδεμα

Greek Monolingual

το
κόμπος ή κρίκος από σκοινί (ιδίως για να συνδέει τον ρυμό του αλετριού με τον ζυγό, αλετροθηλιά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλέτρι + δέμα.