αλευροποιώ

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93

Greek Monolingual

(Α ἀλευροποιῶ -έω)
παρασκευάζω άλευρα, μετατρέπω σε αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλευροποιός.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλευροποίηση].