αλευροποιώ
From LSJ
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
Greek Monolingual
(Α ἀλευροποιῶ -έω)
παρασκευάζω άλευρα, μετατρέπω σε αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλευροποιός.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλευροποίηση].