αλευροποιός
From LSJ
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
Greek Monolingual
ο
αυτός που παρασκευάζει άλευρα, ο εργάτης ή ο ιδιοκτήτης αλευρόμυλου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλευρο + -ποιός < ποιώ.
ΠΑΡ. αλευροποιώ
μσν.- νεοελλ.
ἀλευροποιία
νεοελλ.
αλευροποιείο].