Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
αλεώριο
Greek Monolingual
το Ναυτ. χαρακτηριστικό σημάδι σε επικίνδυνα αβαθή μέρη ή υφάλους. Ο όρος δεν χρησιμοποιείται πια. [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ< αρχ. ἀλεωρή «αποφυγή, μέσον αποφυγής». Απόδοση στα Ελληνικά του γαλλ. balise].