αληθειογράφος

From LSJ

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source

Greek Monolingual

ο
αυτός που γράφει την αλήθεια ή που πραγματεύεται γι’ αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλήθεια + -γράφος < γράφω.