τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together
ἁλικράτωρ (-ορος), ο (Μ)κύριος, άρχοντας της θάλασσας.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁλι- (< ἅλς) + -κράτωρ, (παράλληλος τ. του τέρματος -κρατὴς < κράτος < κρατῶ)].