ἁλιναιέτης, ο (Α)αυτός που κατοικεί, που διαβιεί στη θάλασσα.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁλι- (<ἃλς) + -ναιέτης < ναίω, ναιετῶ «κατοικώ, διαμένω»].