ἁλιναιέτης

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλῐναιέτης Medium diacritics: ἁλιναιέτης Low diacritics: αλιναιέτης Capitals: ΑΛΙΝΑΙΕΤΗΣ
Transliteration A: halinaiétēs Transliteration B: halinaietēs Transliteration C: alinaietis Beta Code: a(linaie/ths

English (LSJ)

ἁλιναιέτου, dwelling in the sea, δελφῖνες B.16.97.

Greek Monolingual

ἁλιναιέτης, ο (Α)
αυτός που κατοικεί, που διαβιεί στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (<ἃλς) + -ναιέτης < ναίω, ναιετῶ «κατοικώ, διαμένω»].