αλισφάκι

From LSJ

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source

Greek Monolingual

το
ο καρπός της αλισφακιάς και το ίδιο το φυτό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλίσφακας.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλισφακάκι].