αλλαξογνωμώ

From LSJ

ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν → they will become one flesh

Source

Greek Monolingual

(-έω)
αλλάζω γνώμη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλλαξο- + γνώμη].