Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
η (αλληλοεξοντώνομαι)αμοιβαία εξόντωση, εξόντωση του ενός από τον άλλο.