αλληλομαχώ

From LSJ

ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)

Source

Greek Monolingual

(-έω) (αλληλομάχος)
συνήθ. στον πληθ. αλληλομαχούμε
φιλονικούμε μεταξύ μας.