αλληλοπάθεια
Greek Monolingual
η (Α ἀλληλοπάθεια)
ἀλληλοπαθής
το να υπόκεινται κάποια πρόσωπα ή πράγματα σε αμοιβαία επίδραση, σε αλληλεπίδραση
νεοελλ.
(Γραμμ.) η αμοιβαία ενέργεια και το αμοιβαίο πάθος δύο ή περισσότερων υποκειμένων, που εκφράζονται από τα αλληλοπαθή ρήματα.