αλλοιόσχημος

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει διαφορετική μορφή ή σχήμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλλοίος + -σχημος < σχήμα].