ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
-η, -οαυτός που έχει διαφορετική μορφή ή σχήμα.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλλοίος + -σχημος < σχήμα].