αλλοίος
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
Greek Monolingual
ἀλλοῖος, -α, -ον (Α) (συγκριτικά αλλοιότερος και αλλοιέστερος)
1. ο άλλου είδους, άλλης φύσεως, αλλιώτικος, διαφορετικός
2. (κατ’ ευφημισμό) αντί του κακός
3. ο υποκείμενος σε διαφοροποίηση
4. επίρρ. άλλοίως, κατά άλλο τρόπο, διαφορετικά
(στον συγκριτικό) ἀλλοιότερον και ἀλλοιοτέρως, χειρότερα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄλλος
το επίθημα –οῖος αναλογικά προς τα ποῖος, τοῖος, οἷος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλλοιότης, ἀλλοιώδης, ἀλλοιωπός
αρχ.-μσν.
ἀλλοιῶ
νεοελλ.
αλλοιώνω, αλλοιώτικος.
ΣΥΝΘ. ἀλλοιόμορφος
αρχ.
ἀλλοιόστροφος, ἀλλοιοσχήμων, ἀλλοιότροπος
νεοελλ.
αλλοιόσχημος].