Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αλογοουρά

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373

Greek Monolingual

και αλογονουρά και αλογουρά, η
1. ουρά αλόγου
2. ονομασία που δίνεται σε διάφορα αγριόχορτα
3. είδος γυναικείου χτενίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλογο + ουρά. Ο τ. αλογονουρά < άλογο + νουρά].