αλτρουισμός

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

ο
ανιδιοτελής φροντίδα για τους άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < γαλλ. altruisme].