κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung
η1. περίπατος με άμαξα, αμαξάδα2. αγώνας δρόμου με άμαξες.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άμαξα + -δρομία < -δρόμος < δρόμος.ΠΑΡ. νεοελλ. αμαξοδρομικός].