αμαξοπώλης

From LSJ

γαμικὸς μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις → in a nubile age unique among the dead

Source

Greek Monolingual

ο
πωλητής αμαξών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άμαξα + -πώλης < πωλώ].