αμβλύστομος

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει αμβλύ στόμα, μη αιχμηρός, μη κοφτερός, στομωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμβλύς + -στομος < στόμα.