αμεριμνησία

From LSJ

Τὸν αὐτὸν αἰνεῖν καὶ ψέγειν ἀνδρὸς κακοῦ → Hominis mali est culpare, quem laudaverit → Den selben lobt und tadelt nur ein schlechter Mann

Menander, Monostichoi, 506

Greek Monolingual

η μεριμνώ
το να είναι κανείς απαλλαγμένος από μέριμνες, αφροντισιά, ξενοιασιά.