ξενοιασιά
From LSJ
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
Greek Monolingual
και ξεγνοιασιά και ξεννοιασιά, η ξενοιάζω
1. έλλειψη φροντίδων, αμεριμνησία («η παιδική ηλικία είναι γεμάτη ξεγνοιασιά»)
2. αποπεράτωση μιας εργασίας.