αμιμητόβιος

From LSJ

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70

Greek Monolingual

ἀμιμητόβιος, -ον (Α)
αυτός, του οποίου τον βίο δεν μπορεί κανείς να μιμηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμίμητος + βίος.