αμιμητόβιος

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source

Greek Monolingual

ἀμιμητόβιος, -ον (Α)
αυτός, του οποίου τον βίο δεν μπορεί κανείς να μιμηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμίμητος + βίος.