αμμοθύελλα

Greek Monolingual

η (Μετεωρ.)
ισχυρός άνεμος τών ερήμων που σηκώνει μεγάλες ποσότητες κονιορτού και άμμου με αποτέλεσμα πολλές φορές η ορατότητα να περιορίζεται σημαντικότατα, μέχρι να φθάνει σχεδόν στο μηδέν.