αμμοσκεπής

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

-ές
ο σκεπασμένος, ο στρωμένος με άμμο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άμμος + -σκεπής < σκέπω ή σκέπος.