αμοιβήδην

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source

Greek Monolingual

ἀμοιβήδην (Α) επίρρ.
αμοιβαία, εναλλάξ, διαδοχικά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμοιβὴ + επίρρ. κατάλ. -δην].