τὸ τερπνὸν παρεμπορεύομαι → yield delight besides instruction, mix business with pleasure
τοο τρυφερός βλαστός του κλήματος που κόβεται και διατηρείται στην άλμη ή στο ξίδι.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμπέλι + βλαστάρι].