αμπελοκλαδευτής

From LSJ

δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything

Source

Greek Monolingual

ο
αυτός που κλαδεύει αμπέλια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμπέλι + κλαδευτής.