αμπερόμετρο

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source

Greek Monolingual

το τεχνολ.
όργανο με το οποίο μετριέται η ένταση συνεχούς ή εναλλασσόμενου ηλεκτρικού ρεύματος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμπέρ + μέτρο(ν). Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. amperemeter].