ἀμυγδαλοειδής
From LSJ
English (LSJ)
ἀμυγδαλοειδές, like the almond or like the almond-tree, Dsc.4.164.
Spanish (DGE)
-οῦς, ὁ
• Alolema(s): lat. amygdaloides
bot. trovisco macho, Euphorbia charadas L., Ps.Apul.Herb.109.16, Dsc.Lat.4.159, Dsc.4.164 (var.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμυγδᾰλοειδής: -ές, ὅμοιος ἀμυγδάλῳ ἢ ἀμυγδαλῇ, ἀναφέρεται ἐκ τοῦ Διοσκ.
Greek Monolingual
-ές (Α ἀμυγδαλοειδής)
αυτός που έχει σχήμα αμυγδάλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμύγδαλον + -ειδής].