αμφίδρυφος

From LSJ

ἄμεικτον ἑαυτοῖς καταστῆσαι → refuse to admit him to their society

Source

Greek Monolingual

ἀμφίδρυφος, -ον (Α)
ο αμφιδρυφής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + -δρυφος < αρχ. δρύτττω «σχίζω»].