ἄμεικτον ἑαυτοῖς καταστῆσαι → refuse to admit him to their society
ἀμφίδρυφος, -ον (Α)ο αμφιδρυφής.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + -δρυφος < αρχ. δρύτττω «σχίζω»].