αμφίκομος

Greek Monolingual

ἀμφίκομος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει μαλλιά ολόγυρα
2. αυτός που έχει πυκνό φύλλωμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + -κομος < κόμη.