τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver
ἀμφίκομος, -ον (Α)1. αυτός που έχει μαλλιά ολόγυρα2. αυτός που έχει πυκνό φύλλωμα.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + -κομος < κόμη.