ανάδηλος

From LSJ

ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)

Source

Greek Monolingual

ἀνάδηλος, -ον (Α)
πασίδηλος, ολοφάνερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + -δηλος < δῆλος «φανερός».
ΠΑΡ. αρχ.-μσν. ἀναδηλῶ].