ανέβα
From LSJ
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
το
1. το να ανεβαίνει κανείς, το ανέβασμα
«βαρέθηκα το ανέβα κατέβα»
2. ανωφέρεια, ανηφοριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (μσν. ουσ.) ανάβα < προστ. αορ. του αναβαίνω].