ανέσωστος

Greek Monolingual

-η, -ο
1. ο μη σωστός, λειψός
2. αδύνατος, ασθενικός
3. άσωστος, αστείρευτος
4. αυτός που δεν μπορείς να τον σώσεις, να τον φθάσεις.