άσωστος

From LSJ

πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false

Source

Greek Monolingual

και ανέσωστος και άσωτος, -η, -ο (AM ἄσωστος, -ον) σώζω
νεοελλ.
1. αυτός που δεν σώθηκε, που δεν έχει καταναλωθεί, ανεξάντλητος, ατέλειωτος
2. ελλιπής, ασυμπλήρωτος
3. αυτός που δεν έχει ακόμη διασωθεί
4. αυτός που δεν μπορεί να τον φτάσει κανείς, απλησίαστος
αρχ.-μσν.
1. αυτός που δεν μπορεί να σωθεί, αθεράπευτος
2. αυτός που δεν μπορεί να γλυτώσει, να αποφύγει τον θάνατο.