αστείρευτος

From LSJ

εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης → the best goal is defending your country

Source

Greek Monolingual

-η, -ο στειρεύω
αυτός που δεν στερεύει, ο ανεξάντλητος.