αναβάθρα

From LSJ

Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt

Menander, Monostichoi, 71

Greek Monolingual

η (Α ἀναβάθρα)
κινητή σκάλα (στα νεοελλ. κυρίως η εξωτερική κινητή σκάλα τών πλοίων)
μσν.
ξύλινη εξέδρα
αρχ.
κάθισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + βάθρα < βαίνω].