αναβρυτός
From LSJ
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. (για νερό) αυτό που αναβλύζει
2. το θηλ. ως ουσ. η αναβρυτή
πηγή που αναβλύζει νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναβρύω.
ΠΑΡ. αναβρυτικός].