αναβρύω
From LSJ
κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things
Greek Monolingual
(Α ἀναβρύω)
αναβλύζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. ἀνα- + βρύω, «τινάζω μπροστά».
ΠΑΡ. νεοελλ. ανάβρα, αναβρύζω, αναβρυούσα, αναβρυτήρας, αναβρυτήριος, ανάβρυτος, αναβρυτός].