αναγνώρισμα

Greek Monolingual

το (Α ἀναγνώρισμα) ἀναγνωρίζω
η αναγνώριση
νεοελλ.
σύμβολο ή σημείο που οδηγεί σε αναγνώριση, χαρακτηριστικό.